στάσεων

στάσεων
στάσεω̆ν , στάσις
placing
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Hermogenes of Tarsus — (Greek: polytonic|Ἑρμογένης ὁ Ταρσεύς) was a Greek rhetorician, surnamed the polisher (Greek polytonic|Χυστήρ). He flourished in the reign of Marcus Aurelius (AD 161 180).His precocious ability secured him a public appointment as teacher of his… …   Wikipedia

  • СИРИАН — (Συριανός) А л е к с а н д р и й с к и й (ум. ок. 450 н.э.) – антич. философ, один из самых ранних представителей афин. школы неоплатонизма, учитель Прокла и, возможно, его предшественник по руководству Академией платоновской. Известен своими… …   Философская энциклопедия

  • Syrianus — Syrianus, 1) s. Rufinus 5); 2) neuplatonischer Philosoph aus Alexandra im 5. Jahrh. n. Chr., Schüler des Plutarchos von Athen, lehrte nach demselben zu Athen die Platonisch Iamblichische Philosophie mit Beifall u. st. 450. Er schr. über die… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • СИРИАН —     СИРИАН (Συριανός) (ок. 375, Александрия 437 н. э., Афины), античный философ неоплатоник, преемник Плутарха Афинского на посту схоларха Афинской школы, учитель Прокла.     Жизнь. Родился в Александрии в семье Филоксена. Получив в родном городе …   Античная философия

  • αναρχισμός — ο σύνολο δογμάτων και στάσεων με κοινή πεποίθηση ότι το κράτος είναι περιττό και επιζήμιο και πρέπει να πάψει να υπάρχει …   Dictionary of Greek

  • ανελκυστήρας — Συσκευή για την κατακόρυφη μεταφορά ατόμων. Ορισμένα κείμενα Λατίνων συγγραφέων οδηγούν στην υπόθεση ότι οι πρώτοι υποτυπώδεις α. ανάγονται στον 1ο αι. μ.Χ. Η λειτουργία των εγκαταστάσεων αυτών προϋπέθετε φυσικά ανθρώπινη ή ζωική έλξη. Μόνο στις… …   Dictionary of Greek

  • κατισχύω — (AM κατισχύω) καταβάλλω κάποιον με τη δύναμη μου, επικρατώ, υπερισχύω («ὅταν... ἠ τῆς πείρας ἀκρίβεια κατίσχύσῃ τὴν τῶν λόγων πιθανότητα», Διόδ.) μσν. 1. κατορθώνω, καταφέρνω 2. έχω την απαιτούμενη δύναμη να κάνω κάτι αρχ. 1. φθάνω στην πλήρη… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • μεταμοντερνισμός — Όρος ή σύστημα ιδεών που εμφανίζεται σε ποικίλα πεδία, μεταξύ των οποίων η τέχνη, η αρχιτεκτονική, η μουσική, ο κινηματογράφος, η λογοτεχνία, η κοινωνιολογία, οι επικοινωνίες, η μόδα και η τεχνολογία. Ο μ. αναδύθηκε από το κίνημα του μοντερνισμού …   Dictionary of Greek

  • μύθαρχοι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ προεστῶτες τῶν στάσεων». [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος «στάση, επανάσταση» + αρχος (< ἄρχω), πρβλ. μυθιήτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”